Friday, July 2, 2021

Paul Bowles _ sheltering sky

Kit: I  used  to  think  that  life  was  a  thing  that  kept gaining  impetus.  it  would  get  richer  and  deeper  each  year.  You  kept learning  more,  getting  wiser,  having  more  insight,  going  further  into  the truth-"
Port  laughed  abruptly.  "And  now  you  know  it's  not  like  that.  Right?  It's more  like  smoking  a  cigarette.  The  first  few  puffs  it  tastes  wonderful,  and you  don't  even  think  of  its  ever  being  used  up.  Then  you  begin  taking  it  for granted.  Suddenly  you  realize  it's  nearly  burned  down  to  the  end.  And then's  when  you're  conscious  of  the  bitter  taste."



Monday, September 23, 2019

Φυγή, του Γιώργου Σεφέρη

Χρόνια ευτυχίας, δημιουργίας και μαζί μιας κρυφής αγωνίας, βαθιά κρυμμένης, λες κι είχε πέσει σε λήθαργο θανάτου. Πίσω από κλειστές πόρτες και χιλιόμετρα από τους άλλους. Αλλά, να, στην ώρα που έλεγα ότι είναι τα πιο όμορφα, να που έγινε τελικά πραγματικότητα. Να που τόσο μπορεί να δώσει ο άνθρωπος, έτσι μετριέται το "κανονικό". Με ποια κριτήρια, ακόμη δεν μπόρεσα να καταλάβω. Και πώς είναι η ζωή μετά; 


Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Wednesday, September 4, 2019

Solitude, by Ella Wheeler Wilcox

Nine years ago, I read a humorous paraphrase of the first two lines, intriguing me to make a search about its origin and I came down to this gem


Laugh, and the world laughs with you;
Weep, and you weep alone;
For the sad old earth must borrow its mirth,
But has trouble enough of its own.
Sing, and the hills will answer;
Sigh, it is lost on the air;
The echoes bound to a joyful sound,
But shrink from voicing care.

Rejoice, and men will seek you;
Grieve, and they turn and go;
They want full measure of all your pleasure,
But they do not need your woe.
Be glad, and your friends are many;
Be sad, and you lose them all,—
There are none to decline your nectared wine,
But alone you must drink life’s gall.

Feast, and your halls are crowded;
Fast, and the world goes by.
Succeed and give, and it helps you live,
But no man can help you die.
There is room in the halls of pleasure
For a large and lordly train,
But one by one we must all file on
Through the narrow aisles of pain.

Wednesday, September 7, 2016

Ο ξεπεσμένος δερβίσης - Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ

Δύο, τρεις, πέντε, δέκα σταλαγμοί.
Όμοιοι με το μονότονον βήμα του αγρύπνου ναύτου φρουρού εις την κουβέρταν. Πλέει εις μαύρα πέλαγα και βλέπει ουρανόν και θάλασσαν αγρίως χορεύουσαν, και τυλιγμένος εις την καπόταν του διασχίζει ακαριαίως το σκότος με την εξανάπτουσαν και υποσβήνουσαν λαμπυρίδα του τσιγάρου του.
Οι πετεινοί δεν είχαν λαλήσει το τρίτον λάλημα. Ίσως είχαν τρομάξει από την βαθείαν, θρηνώδη φωνήν του σαλεπτσή, όστις είχεν αρχίσει το φθινόπωρον, νύκτα βαθιά, να κράζει. Ήτο ως κρωγμός αγνώστου ορνέου, το οποίον είχε χάσει τον αέρα του, και είχεν ενσκήψει μέσα εις την πόλιν, κι εζήτει αρπάγματα να σπαράξει.
— Ζεστό ! Βράζει ! …
Έβραζεν, έβραζε, η νύκτα βαθιά. Ζεστόν το σαλέπι, πολύ ζεστότερον το στρώμα. Μόνον η φωνή του σαλεπτσή ετρόμαζε τους πετεινούς.
Είχε βρέξει ολίγον, είτα ηθρίασε. Σταλαγμοί, σταλαγμοί έπεφταν αργά-αργά, από την υδρορρόην εντός της αυλής.

٭٭٭٭
—    Έ ! και πού, σ’ αυτόν τον κόσμο;
Η επιφώνησις ηκούσθη εις το σκότος από το στόμα του σαλεπτσή.
Το παράθυρον έτριξε, κρακ ! από το χαμηλόν δωμάτιον το βλέπον προς τον δρόμον. Άνθρωπος προέκυψε τυλιγμένος με σάλι. Έτεινε μέγαν κύαθον προς τον σαλεπτσήν, αλλ’ ούτος ηργοπόρει.
Ο άνθρωπος έκυψε να ιδεί.
Υψηλή μορφή, με λευκόν σαρίκι, με μαύρην χλαίναν και χιτώνα χρωματιστόν, είχε σταθεί ενώπιον του σαλεπτσή.




—    Πού, σ’ αυτόν τον κόσμο ;
—    Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
—    Άσκ ολσούν … υπεψιθύρισεν ο σαλεπτσής.
Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανε ως φάντασμα. Αλλ’ αυτός δεν επτοήθη. Ήτο απ’ εκείνα τα χώματα.

٭٭٭٭

Είχεν αναφανεί. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν; Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος;
Ήτον Δερβίσης; Ήτον βεκτασής, χόντζας, ιμάμης; Ήτον ουλεμάς, διαβασμένος; Υψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, άγριος. Με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του, με τον δουλαμάν του.
Ήτο εις εύνοιαν, εις δυσμένειαν; Είχεν ακμάσει, είχεν εκπέσει, είχεν εξορισθεί; Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
Εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μία παρέα. Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν την ζωήν, τα νιάτα. Ο ένας απ’ αυτούς έβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν.
Ήτον λοταρτζής κι εκέρδιζε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς την ημέραν. Τι να τας κάμει; Τους έβαλλε γιουβέτσι και τους εφίλευε. Ήσαν λοτοφάγοι, με ομικρόν και με ωμέγα.
Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Ο Δερβίσης δεν έπινε κρασί, έπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ήσαν κι αυτοί. Του είπαν να τραγουδήσει. Ετραγούδησε. Του είπαν να παίξει το νάι. Έπαιξε.
Δεν τους ήρεσε. Ώ, αυτός δεν ήτον αμανές.
Δεν ήτον, όπως τον ήξευραν αυτοί. Αλλ’ ο Δερβίσης τους έλεγε τον καθ’ αυτό αμανέν.

٭٭٭٭

Επανήλθεν εις το καφενείον. Το καφενείον αντικρύ του Θησείου. Η ταβέρνα δίπλα εις το καφενείον. Και τα δύο αντικρύ του παλαιού σταθμού Α. Π. Παραπέρα από το καφενείον,  η σήραγξ εσκάπτετο, είχε σκαφεί. Φθινόπωρον της χρονιάς εκείνης.


Ο Δερβίσης εκάθητο εκεί κι έπινε μαστίχαν, όποιος τον εκερνούσε. Με το σαρίκι του, με τα κατσαρά ψαρά γένεια του, με το τσιμπούκι του. Άνω των 50 ετών ηλικίας.
٭٭٭٭
Εκεί διενυκτέρευεν από ημερών. Άστεγος, ανέστιος, φερέοικος. Το μικρόν καφενείον είχε την άδειαν να μένει ανοικτόν όλην την νύκτα.
Ήρχοντο από τους τζόγους, από τα θέατρα, θαμώνες. Ήρχοντο από το λαχανοπάζαρον. Έπιναν ρούμι και φασκόμηλον.
Ο Δερβίσης έπαιζε κάποτε το νάι. Ο κλήτωρ ο αστυνομικός διεσκέδαζεν. Αγαπούσε ν’ ακούει.
Καλός άνθρωπος. Προ ετών, όταν πρωτοδιωρίσθη, ήτον γεμάτος ζήλον.
Άμα είδε καυγάν, έτρεξεν αμέσως να τους χωρίσει. Εις παλαιός συνάδελφός του τον ώκτειρεν.
— Όταν βλέπεις καυγά, να τρέχεις από το πλαγινό σοκάκι, ν’ αργοπορείς, ως που να περάσει η φούρια, και τότε να παρουσιάζεσαι.
Και άλλην συμβουλήν του έδωκε :
— Στον καυγά, πάντοτε να βλέπεις ποιος είναι δυνατώτερος και να φυλάγεσαι. Να μαλώνεις τον πιο αδύνατον, να του τραβάς κι ένα χαστούκι, και να επαναφέρεις την τάξιν. Έτσι θα βγαίνεις λάδι.
Και ακόμη :
— Κάθε καινούργιος ανώτερος που διορίζεται την πρώτη μέρα είναι γεμάτος αυστηρότητα. Το κάνει για να τους πάρει τον αέρα. Την δεύτερη μέρα κρυώνει, και την τρίτη μέρα παραδίνεται. Εσύ να συμμορφώνεσαι σύμφωνα με τον προϊστάμενον, και να παραπανίζεις μάλιστα, αυτές τες τρεις μέρες.
Πολύτιμοι υποθήκαι.
٭٭٭٭
Τας ημέρας εκείνας είχε διορισθεί νέος αστυνόμος.
Διά να δείξει τον ζήλον του, διέταξε να κλείσει το καφενείον, την νύκτα εκείνην.
Αύριον ή μεθαύριον θα επέτρεπε πάλιν  να μένει ανοικτόν. Αλλ’ η νυξ εκείνη είχε πέσει εις τον λαχνόν, ήτο πεπρωμένη νυξ.
Ο καλός κλήτωρ, ενθυμείτο τας συμβουλάς του συναδέλφου του. Ανάγκη να βιάσει τον καφετζήν να κλείσει. Δεν επετράπη εις τον βοηθόν να μείνει εντός, διά να μη σηκωθεί και ανοίξει εις όσους ήτο πιθανόν να έλθουν να κρούσωσι την θύραν. Δεν επετράπη εις τον Δερβίσην, τον ανέστιον, τον πλάνητα, να μείνει, επί τη προφάσει ότι έπαιζε το νάι, κι εμάζωνε κόσμον, και δεν άφηνε τους γείτονας να κοιμηθούν. Ο Δερβίσης με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του, με τον δουλαμάν  του, επήρε το τσιμπούκι του, το νάι του, κ’ έφυγε.
Πού να υπάγει;
Έκαμεν ολίγα βήματα ασκόπως, πέριξ του καφενείου.
Παρέκει ήτο η σήραγξ. Εσκάπτετο, ήτο σκαμμένη.
Έκαμνε ψύχραν, νυκτερινόν απόγειον. Μία μετά τα μεσάνυκτα.
Ο κλήτωρ ο σκοπός περιεφέρετο υποκάτω εις το κιόσκι, το τσιγκοσκεπές, των εκεί μαγαζείων.
Ο Δερβίσης ο πλάνης κατήλθεν εις το βάθος της σήραγγος. Ίσως ήλπιζε να εύρει περισσότερον απάγκειο εκεί.
Εκάθισεν, ακούμβησεν.
Εσκέπτετο το άστατον των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ.  Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να τον γυρίζει, τον κόσμον αυτόν.

٭٭٭٭

Παρήλθεν ώρα. Ο κλήτωρ, όστις επεριπάτει εκεί τριγύρω, εσκέπτετο τι να είχε γίνει ο Δερβίσης, τον οποίον είχεν ιδεί να καταβαίνη εις την σήραγγα.
Πού να είναι;
Εις την ερώτησιν αυτήν την άφωνον απήντησε φωνή, ήχος, μέλος γλυκύ.
Ο ξένος μουσουλμάνος είχε παγώσει εκεί όπου εκάθητο κι ενύσταζε. Διά να ζεσταθεί, έβγαλε το νάι του και ήρχισε να παίζει τον τυχόντα ήχον, όστις του ήλθε κατ’ επιφοράν εις την μνήμην.
Νάι, νάι, γλυκύ.
Νάζι — κατά έν ζήτα ελαττούται.
Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν.
Νάι, νάι.
Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, οπού είπεν ο Χριστός.
Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον.
Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα, ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος.
Τα βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου, η στέγη η μεγαλοβριθής, δεν εξεπλάγησαν προς την φωνήν, προς το μέλος εκείνο. Την ενθυμούντο, την ανεγνώριζον. Και άλλοτε την είχον ακούσει. Και εις τους αιώνας της δουλείας και εις τους χρόνους της ακμής.
Η μουσική εκείνη δεν ήτο τόσον βάρβαρος, όσον υποτίθεται ότι είναι τα αστιατικά φύλα. Είχε στενήν συγγένειαν με τας αρχαίας αρμονίας, τας φρυγιστί και λυδιστί.
٭٭٭٭

Έφυγαν αι βαθείαι ώραι, και νυξ ήτο ακόμη, πεπρωμένη νυξ.
Ακόμη ήπλωνεν αύτη τα σκότη της, και ο σαλεπτσής έκρωζε διά να πωλήσει το εμπόρευμά του, και οι πετεινοί εζάρωναν εις τον ορνιθώνα. Το μικρόν παράθυρον έτριζε, και ο σαλεπτσής εξηκολούθει τουρκιστί τον διάλογόν του με τον Δερβίση, τον άστεγον, τον υπερόριον.
Προ ώρας ήδη είχε σιγήσει το άσμα το μυστηριώδες και μελιχρόν, το νάι είχε πέσει από την χείρα. Ο ουρανός, συννεφώδης, είχεν αρχίσει να βρέχει, έβρεξεν επ’ ολίγα λεπτά, είτα έπαυσεν. Ο κλήτωρ είχε γίνει άφαντος. Αιμωδιασμένος, βρεγμένος, κρυωμένος, ο Δερβίσης ανέβη εις τον επάνω κόσμον.
Επήρεν ένα δρομίσκον, κατέμπροσθεν του ιερού βήματος των Αγίων Ασωμάτων. Δρομίσκον τον οποίον η σεβαστή επιτροπή είχεν ονοματίσει, δηλαδή είχε γράψει επί πινακίδος ότι είναι οδός Λεπενιώτου.
Ο ίδιος ο Λεπενιώτης ο λεοντόκαρδος, όσον και αν έτρεφε φιλέκδικον πάθος διά τον φόνον του μεγάλου ήρωος, του αδελφού του, ανίσως το πνεύμα του περιεφοίτα εκεί, και ηδύνατο να ίδει τον άμοιρον Δερβίσην, διωγμένον, εξωρισμένον, ανέστιον, ριγούντα ανά την στενωπόν, έρποντα αναμέσον δύο σειρών παλαιών οικίσκων, θα τον εσπλαγχνίζετο.
Και ο σαλεπτσής τον ελυπήθη, και αντί πενταλέπτου του έδωκε να πίει σαλέπι διπλούν, μισό κουλούρι να βουτήξει, και άφησε τον γείτονα με το σάλι, τον σηκωθέντα προ μικρού από την ζεστήν κλίνην, να κρυώνει περιμένων εις το μικρόν παράθυρον.
—  Έλα, σαλεπτσή, που να πάρει …
—    Μπου ντουνιά …

٭٭٭٭

Την πρωίαν εκείνην έπιεν ο Δερβίσης σαλέπι, έφαγε και κουλούρι.  Όλην την ημέραν τον έπαιρνε ο ύπνος όπου ετύχαινε να καθίσει.
Τας άλλας ημέρας, εξενυχτούσεν ακόμη εις το ολονύκτιον καφενείον, διά το οποίον είχε περάσει η πεπρωμένη νυξ. Έπινε μαστίχαν κι εκάπνιζε το τσιμπούκι του. Πότε-πότε έπαιζεν ακόμη το νάι.
Ύστερον, μετ’ ολίγας ημέρας, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον κανείς. Ζει, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη, ανεκλήθη από της εξορίας, επανέκαμψεν εις τον τόπον του;
Κανείς δεν ηξεύρει.
Ίσως την ώραν ταύτην ν’ ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των Ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον.
Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.
Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.

(1896)

 Η σημερινή γραφή δημιουργεί πρόβλημα στο σημείο όπου ο Παπαδιαμάντης γράφει πως το «νάι» (που γραφόταν «νάϊ» τότε) απέχει δύο κουκίδες από το «ναι» (που γραφόταν «ναί»).

Η τουρκική παροιμία Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ, την οποία ο Ππδ. εξηγεί «Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει» σημαίνει ακριβέστερα «Αυτός ο κόσμος είναι τροχός της τύχης». Το felek (εξ ου και το φελέκι) είναι η τύχη.

Sunday, January 25, 2015

Dinosauria, We, by Charles Bukowski

Born like this
Into this
As the chalk faces smile
As Mrs. Death laughs
As the elevators break
As political landscapes dissolve
As the supermarket bag boy holds a college degree
As the oily fish spit out their oily prey
As the sun is masked
We are
Born like this
Into this
Into these carefully mad wars
Into the sight of broken factory windows of emptiness
Into bars where people no longer speak to each other
Into fist fights that end as shootings and knifings
Born into this
Into hospitals which are so expensive that it’s cheaper to die
Into lawyers who charge so much it’s cheaper to plead guilty
Into a country where the jails are full and the madhouses closed
Into a place where the masses elevate fools into rich heroes
Born into this
Walking and living through this
Dying because of this
Muted because of this
Castrated
Debauched
Disinherited
Because of this
Fooled by this
Used by this
Pissed on by this
Made crazy and sick by this
Made violent
Made inhuman
By this
The heart is blackened
The fingers reach for the throat
The gun
The knife
The bomb
The fingers reach toward an unresponsive god
The fingers reach for the bottle
The pill
The powder
We are born into this sorrowful deadliness
We are born into a government 60 years in debt
That soon will be unable to even pay the interest on that debt
And the banks will burn
Money will be useless
There will be open and unpunished murder in the streets
It will be guns and roving mobs
Land will be useless
Food will become a diminishing return
Nuclear power will be taken over by the many
Explosions will continually shake the earth
Radiated robot men will stalk each other
The rich and the chosen will watch from space platforms
Dante’s Inferno will be made to look like a children’s playground
The sun will not be seen and it will always be night
Trees will die
All vegetation will die
Radiated men will eat the flesh of radiated men
The sea will be poisoned
The lakes and rivers will vanish
Rain will be the new gold
The rotting bodies of men and animals will stink in the dark wind
The last few survivors will be overtaken by new and hideous diseases
And the space platforms will be destroyed by attrition
The petering out of supplies
The natural effect of general decay
And there will be the most beautiful silence never heard
Born out of that.
The sun still hidden there
Awaiting the next chapter.

(The Pleasures of the Damned: Selected Poems 1951-1993)

Monday, January 20, 2014

Το γαλάζιο πουλί, Τσάρλς Μπουκόφσκι

Σε προηγούμενη ανάρτηση μετέφερα το ποίημα στα αγγλικά. Εδώ η ελληνική απόδοση που κυκλοφορεί σε αρκετές σελίδες στο διαδίκτυο, αν και δε μπόρεσα να εντοπίσω ποιος την επημελήθηκε...


Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο
Του λέω, μείνε εκεί μέσα, δεν πρόκειται ν’ αφήσω
κανένα να σε δει.

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά ρίχνω πάνω του ουίσκι και εισπνέει
τον καπνό του τσιγάρου μου.
Οι πόρνες, οι μπάρμαν
και οι υπάλληλοι των παντοπωλείων
δεν ξέρουν ότι
αυτό
είναι εκεί.

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει
αλλά είμαι πάρα πολύ σκληρός για εκείνο,
του λέω,
μείνε εκεί,
θες να με μπλέξεις;
Θες να καταστρέψεις
τις δουλειές μου;
Θες να χαλάσεις τις πωλήσεις των βιβλίων μου
στην Ευρώπη;

Υπάρχει ένα μπλε πουλί στην καρδιά μου
πού θέλει να βγει έξω,
αλλά είμαι πολύ έξυπνος, το άφησα να βγει μερικές φορές
αλλά μόνο τη νύχτα
όταν όλοι κοιμούνται.
Του λέω, το ξέρω πως είσαι εκεί
γι' αυτό μην είσαι
λυπημένο.

Αργότερα το ξανάβαλα μέσα,
αλλ' εκείνο τραγουδάει λιγάκι
εκεί πέρα, δεν θα το αφήσω ακόμη να πεθάνει
και κοιμόμαστε μαζί έτσι απλά
με τη
μυστική συμφωνία μας
και είναι αρκετά συμπαθητικό
να κάνει έναν άνθρωπο
να κλάψει, όμως εγώ
δεν κλαίω, εσείς;

Bluebird, by Charles Bukowski

First I saw an animation on youtube, then I discovered the poem.
Smooth and harsh, tender and cruel. We all keep a hidden bluebird in our heart. Do we ever wonder if it is already dead?

 There's a bluebird in my heart that
wants to get out
but I'm too tough for him,
I say, stay in there, I'm not going
to let anybody see you.
There's a bluebird in my heart that
wants to get out
but I pour whiskey on him and inhale
cigarette smoke
and the whores and the bartenders
and the grocery clerks
never know that
he's in there.

There's a bluebird in my heart that
wants to get out...
but I'm too tough for him,
I say,
stay down, do you want to mess
me up?
you want to screw up the works?
you want to blow my book sales in Europe?

There's a bluebird in my heart that
wants to get out
but I'm too clever, I only let him out
at night sometimes
when everybody's asleep.
I say, I know that you're there,
so don't be sad.

Then I put him back,
but he's singing a little
in there, I haven't quite let him die
and we sleep together like that
with our secret pact
and it's nice enough to
make a man
weep, but I don't weep,
do you?"

Tuesday, November 13, 2012

Che fece... il gran rifiuto - Κωνσταντίνος Καβάφης (1901)


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι να πούνε.
Φανερώνεται αμέσως όποιος το ‘χει έτοιμο μέσα του το Ναι,
και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν  ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε.
Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο το όχι – το σωστό- εις όλη τη ζωή του.

Dante Alighieri

Εμπνευσμένο από τη φράση του Δάντη με διαφορετικό νόημα μια και στο αρχικό η φράση έλεγε: "Αυτός που έκανε από δειλία τη μεγάλη άρνηση..."


Monday, August 13, 2012

not a slave of my errors


"I often commit errors, he answered, but instead of conceiving only one, I imagine many, so I become the slave of none"
"I had the impression that William was not at all interested in the truth, which is nothing but the adjustment between the thing and the intellect. On the contrary, he amused himself by imagining how many possibilities were possible"
Umberto Echo, the name of the rose (fourth day, p.297)

Friday, June 1, 2012

Για τον άνθρωπο: και τούτο και κείνο. Όλα για τον άνθρωπο…


Ο ποιητής της αγάπης, του ανθρωπισμού και της ειρήνης. Δεν είχα ως τώρα, δυστυχώς, την ευκαιρία να γνωρίσω το έργο του παρά ελάχιστες ψηφίδες τρυφερότητας από κάποια ποιήματά του.
Φέτος που είναι τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, οι βιβλιοθήκες έχουν την ευκαιρία να φιλοξενήσουν για λίγο το αρχείο του. Πήγα με τα παιδιά της τάξης μου στην κεντρική δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης. Νιώθω πως είμαστε τυχεροί που "κλέψαμε" λίγη από την αγάπη του...


(η τραγωδία της Αντιγόνης)

Συνόδεψα νεκρούς
τραγούδησα ήρωες
για την αγάπη σου.

Σημαίες στον ήλιο σήκωσαν
τα χέρια μου, απηγορευμένες,
για την αγάπη σου.

Μπόρεσα κι είδα το αίμα
στο λερωμένο χιόνι
για την αγάπη σου.

Είδα σπαθιά, τουφέκια
και δήμιους χωρίς μίσος
για την αγάπη σου.

Και μ’ όλο που συγγνώμη
ποτέ δε θα ζητήσω
για την αγάπη σου,

σε μάρμαρο το γράφω:
Ξέχασα την αγάπη
για την αγάπη σου.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Thursday, December 8, 2011

Περιμένοντας τους βαρβάρους, Κωνσταντίνου Καβάφη


— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

— Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

— Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

— Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

— Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

— Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
     κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

— Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Sunday, August 7, 2011

on summer breeze...

"I saw your face; and I felt dizzy and wept, for my eyes had seen that secret and conjectured object whose name is common to all men but which no man has looked upon — the unimaginable universe."
The Aleph: J. L. Borges 
by courtesy of http://thefloatinglibrary.com/2008/07/17/the-aleph/


An astonishing text! 
Wandering in the maze of literature, thanks to the Net, one might stumble upon crude or refined diamonds... 

Tuesday, June 21, 2011

The missing brick

Not feeling very well this morning I stayed several hours in, lying on my couch, doing some web-surfing and reading my 2-reasons favourite book. I uploaded some more segments from it in my blog and here is another one that, at the moment, drawn my attention:

“Once, when I and my wife were travelling, I received a fax from my secretary.
‘There’s one glass brick missing for the work on the kitchen renovation’, she said. ‘I’m sending you the original plan as well as the plan the builder has come up with to compensate for it.’
On the one hand, there was the design my wife had made: harmonious lines of bricks with an opening for ventilation. On the other, there was the plan drawn up to resolve the problem of the missing brick: a real jigsaw puzzle in which the glass squares were arranged in a high-gledy-piggledy fashion that defied aesthetics.
‘Just buy another brick,’ wrote my wife. And so they did, and thus stuck to the original design.
That afternoon, I thought for a long time about what had happened; how often, for the lack of one brick, we completely distort the original plan of our lives.”

(Paulo Coelho’s Like the flowing river)

Sunday, May 8, 2011

... and God created the mother!

When I started this blog one of the texts I had chosen to post was Coelho's story in Greek as it was a gift to me from my daughters.
Today I found the English version via Facebook from the author's blog: http://paulocoelhoblog.com/2011/05/08/character-of-the-week-the-mother/

I was surprised by the fact that he calls the angel as female...

When the Good Lord was creating mothers, He was into his sixth day of “overtime” when an angel appeared and said:
“You’re doing a lot of fiddling around on this one.”

And the Lord said, “Have you read the specs on this order?

* She has to be completely washable, but not plastic;
* Have 180 movable parts… all replaceable;
* Run on black coffee and leftovers;
* Have a lap that disappears when she stands up;
* A kiss that can cure anything from a broken leg to a disappointed love affair;
* And six pairs of hands.”

The angel shook her head slowly and said, “Six pairs of hands… no way.”

“It’s not the hands that are causing me problems,” said the Lord. “It’s the three pairs of eyes that mothers have to have.”

“That’s on the standard model?” asked the angel.

The Lord nodded.
“One pair that sees through closed doors when she asks, ’What are you kids doing in there?’
“Another here in the back of her head that sees what she shouldn’t but what she has to know.
“And of course the ones here in front that can look at a child when he goofs up and say, ’I understand and I love you’ without so much as uttering a word.”

“Lord,” said the angel, touching His sleeve gently, “Go to bed. Tomorrow…”

“I can’t,” said the Lord, “I’m so close to creating something so close to myself. Already I have one who heals herself when she is sick
“…can feed a family of six on one pound of hamburger
“… and can get a nine-year-old to stand under a shower.”

The angel circled the model of a mother very slowly. “It’s too soft,” she sighed.

“But she’s tough!” said the Lord excitedly. “You cannot imagine what this mother can do or endure.”

“Can she think?”

“Not only can she think, but she can reason and compromise,” said the Creator.

Finally, the angel bent over and ran her finger across the cheek.
“There’s a leak,” she said. “I told You were trying to push too much into this model.”

“It’s not a leak,” said the Lord. “It’s a tear.”

“What’s it for?”

“It’s for joy, sadness, disappointment, pain, loneliness, and pride.”

And the Mother was created – a work of genius.

Saturday, April 2, 2011

social animals

We know the rules of community; we know the healing effect of community in terms of individual lives. If we could somehow find a way across the bridge of our knowledge, would not these same rules have a healing effect upon our world?
We human beings have often been referred to as social animals. But we are not yet community creatures.
We are impelled to relate with each other for our survival. But we do not yet relate with the inclusivity, realism, self-awareness, vulnerability, commitment, openness, freedom, equality, and love of genuine community.
It is clearly no longer enough to be simply social animals, babbling together at cocktail parties and brawling with each other in business and over boundaries. It is our task—our essential, central, crucial task—to transform ourselves from mere social creatures into community creatures. It is the only way that human evolution will be able to proceed.

Scott Peck: The Different Drum: Community Making and Peace.